- Φαλάριδος
- Φάλαριςfem gen sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
φαλαρίδος — φαλᾱρίδος , φαλαρίς coot fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαλάριδος — Φάλαρις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαρισμός — ὁ, Α [φαλαρίζω] σκληρότητα, όπως αυτή τού γνωστού για την απανθρωπιά του Φαλάριδος, τυράννου τού Ακράγαντος τής Σικελίας … Dictionary of Greek